ὀξύηχος

ὀξύηχος
ὀξύηχος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξύηχος — η, ο (Α ὀξύηχος, ον) αυτός που παράγει οξύ, διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ηχος (< ἦχος), πρβλ. εύ ηχος] …   Dictionary of Greek

  • ὀξύηχον — ὀξύηχος masc/fem acc sg ὀξύηχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυηχής — ὀξυηχής, ές (Α) οξύηχος*, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ ηχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”